- ακαταλάλητος
- -η, -ο [καταλαλώ]αυτός που δεν τόν έχουν κακολογήσει, δεν τόν έχουν συκοφαντήσει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαταλάλητος — η, ο αυτός που δεν κακολογήθηκε, ακατηγόρητος: Στο χωριό δεν άφηνε κανέναν ακαταλάλητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)